ψωνίζω — ψωνίζω, ψώνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψωνίζω — ψώνισα, ψωνίστηκα, ψωνισμένος 1. αγοράζω, κάνω ψώνια: Αυτή ψωνίζει από το κατάστημά μου. 2. φρ., «Πού την ψώνισες;», πού τη βρήκες; «Την ψώνισε», τρελάθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψώνισμα — και ψούνισμα, το, Ν [ψωνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψωνίζω … Dictionary of Greek
Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen … Deutsch Wikipedia
αγοράζω — (Α ἀγοράζω) αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζω νεοελλ. 1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «τού παίρνω λόγια» 2. παθ. αγοράζομαι δωροδοκούμαι 3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, η, ο αυτός… … Dictionary of Greek
αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… … Dictionary of Greek
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
καλοψωνιστής — και καλοψουνιστής, ο (Μ καλοψωνιστής) αυτός που ξέρει να ψωνίζει καλά, να κάνει καλά, εκλεκτά ψώνια νεοελλ. αυτός που αγοράζει και ψωνίζει συνεχώς ή πολλά πράγματα από κάποιο κατάστημα, καλός και συχνός πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ψωνιστής… … Dictionary of Greek
οψωνώ — ὀψωνῶ, έω (Α) [οψώνης] 1. αγοράζω τα αναγκαία προσφάγια, ιδίως ψάρια 2. (γενικά) προμηθεύομαι τρόφιμα, ψωνίζω … Dictionary of Greek
υπεροψωνώ — έω, Α προσφέρω μεγαλύτερη τιμή στην αγορά τών τροφίμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὀψωνῶ «αγοράζω, ψωνίζω»] … Dictionary of Greek